Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Η ΚΕΝΤΡΟ - ΕΓΓΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

Τα εγκαίνια της Αγίας Παρασκευής

Λυγγέρης Βασίλης 16-2-200
7
Είδα μια πινακίδα που ήταν πάνω στα μπάζα, έγραφε ότι το 1877 έγινε η εκκλησία, τη θυμάμαι πολύ καλά αυτήν την πινακίδα. Πίσω από την μεγάλη εκκλησία, ανατολικά ήταν κτισμένη μικρότερη εκκλησία, η Αγία Βαρβάρα, υπήρχε εκεί νεκροταφείο και ένα κυπαρίσσι που έγερνε. Τότε καθαρίζαμε με προσωπική εργασία και βρίσκαμε ολόκληρους σκελετούς ανθρώπων.


ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ ΓΑΛΛΙΩΤΑ ( Η ΠΑΛΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΕ ΑΚΟΜΑ )

Ο Παπακώστας Γαλλιώτας στην Αγία Παρασκευή παντρεύει τον Θωμά Βαλάρη με την Χαρίκλεια Κελλάρη. Η Χαρίκλεια είναι απόγονος του μάστορα Κελλάρη από τον Πεντάλοφο Κοζάνης που έκτισε την πλαιά εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Διακρίνονται ακόμη, ο Παπαγιάννης και ο ψάλτης και καθηγητής Θεολογίας Ευάγγελος Κουβαράς.

  Μεγάλη απόπειρα έκανε ο Παπακώστας, χάλασε την εκκλησία και έφτιαξε καινούργια. Το 1959 άρχισε να κτίζεται συστηματικά. Το 1969 τελείωσε με διάφορους επίτροπους που ο Παπακώστας τους γράφει πίσω από το άγιο βήμα και με ημερομηνίες. Για να φτιάξουμε την Αγία Παρασκευή κουβαλούσαμε πέτρες χέρι - χέρι, πάσα – πάσα ο κόσμος ήταν στη σειρά κάτω από το ρέμα «Παπαργαντζή» μέχρι την εκκλησία. Εθεμελιώθη το 1959 γράφει ο Παπακώστας πίσω από μια εικόνα στο Άγιο Βήμα. Χάλασαν την εκκλησία γιατί ήταν ετοιμόρροπη να πέσει, έσκισε στην άκρη.





ΜΠΑΤΣΙΚΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΤΣΙΟΛΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΤΣΙΑΡΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 



ΠΡΩΤΕΡΓΑΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Ο ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ ΓΑΛΛΙΩΤΑΣ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ

Κανδυλάρης Στέφανος του Δημ.: Η εκκλησία η καινούρια έγινε πολύ κάτω οπότε στην φωτογραφία μπορεί να είναι τα καινούρια
θεμέλια. Έφτιαξαν το ντουβάρι της καινούργιας εκκλησίας πιο κάτω, ενώ η παλιά εκκλησία λειτουργούσε ακόμη.









N.T. Στις ενθυμήσεις και επιγραφές που δημοσίευσε ο Στέφανος Ιωάννου Κανδυλάρης στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο τόμος 27 σελ. 214 και 215 γράφει:














   Ο θυμησογράφος παρέλειψε το ψηφίο των εκατοντάδων. Το σωστό είναι "τω χιλιοστώ οκτακοσιοστώ εβδομηκοστώ εβδόμω ", δηλαδή 1877
   Ανατρέχοντας στις κατά καιρούς σημειώσεις από διηγήσεις θα προσπαθήσω προς το παρόν να δώσω ορισμένες εξηγήσεις στα παραπάνω: "Την έκτισαν ο μαστορου Κ ομιδ ζιουπανιώτης". Εδώ μας λέει για τους μαστόρους με το επίθετο Κελλάρης, που ήταν ο πατέρας του Παναγιώτη, Κώστα, και Δημήτρη που ήρθε από τον Πεντάλοφο της Κοζάνης ή το Ζαπάν' όπως το ονόμαζαν. Τα παιδιά του έμειναν και παντρεύτηκαν στο χωριό μας, ενώ η ιστορία τους θα γίνει γνωστή αργότερα. Επίτροποι ήσαν και συνδρομηταί ο κύριος Πανανός Κουβαράς. Ο Παναγιώτης Κουβαράς είχε το σπίτι του εδώ που είναι σήμερα τα σπίτια του Μιλτιάδη Ευθυμιάδη ή Κουβαρά και Ρίζου Μπελιά. Το 1774 έκτισε το μεγάλο σπίτι ίδιο με του Κορδίλα και του Ζιάκα, το οποίο έκαψε  ο στρατός με τους ΜΑΥΔΕΣ κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Το κτίσιμο ήταν το ίδιο με του Κορδίλα γιατί ο Κουβαράς είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ήταν έμπορος, είχε και μαγαζί έμπορικό στο σπίτι του. Είχε σώγαμπρο τον Γιώργο Ευθυμίου, που άλαξε το επίθετό του σε Ευθυμιάδη, που σπούδασε στην σχολή της Σμύρνης, όπως λένε μερικοί, εργάστηκε για λίγο στο Βόλο, και αργότερα παντρεύτηκε την κόρη του Κουβαρά, γιαυτό η επόμενη γενειά ονομάζονται Κουβαραί. Ήταν ψάλτης στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και επειδή όταν ήρθε από το Βόλο φορούσε στενά ή Ευρωπαϊκά ρούχα τον ονόμαζαν στενό, ασχολούνταν με την πολιτική κ.λ.π. όλα αυτά αργότερα θα........


Πανανός Π.. σημαίνει Παναγιώτης Περδίκης. Τη ξυλεία την πλήρωσαν οι ιερείς Οικονόμος Παπαλέξης Παπαρίζος από τους Παπαλέξηδες και Αλέξανδρος Παπαλεξανδρής που ήταν πατέρας του γιατρού Γρηγόρη Παπαλεξανδρή....... Ο δάσκαλος Αναγνώστης Δανιήλ από την Ραψάνη ήταν δάσκαλος του δημοδιδάσκαλου Βασίλη Παπαλεξανδρή, που η ιστορία του γράφεται ΣΤΗΝ ΕΤΙΚΕΤΑ: ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ....

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΙΑΝΝΗ ΔΗΜΗΝΙΚΟ Η ΣΟΥΠΑ

Στο καφενείο του Μασούρα Ρίζου
Δημηνίκος Ιωάννης ή Σούπας. Χαρ. Μασούρα- 25-3-05





Ν.Τ πες μας αυτό που έγινε με τον Τέκκα (Γιάννη Γουργιώτη);
Ιωάννης: ποιο, αυτό με τις φτέρες;
Χαρίκλεια: ε, αυτό να μην πεις; Ποιος ξέρ’ τι θα…..
Ιωάννης:
-Εϊ Γιαν, καλημέρα, που πας τη μέρα;
-Σιακάτ κατ’ του Γκούτζιμου ,που αλλού να πάνου;
-Να σε πω μια δ’λειά, μπορείς να την καμ’ς;
-Τι δ’λεια;
-Έχω παραγγελία απ' τον πλαταμώνα που φτιάχνουν καλύβια και θελ’ν φτέρες.
- θες πολλές;
-Ένα βαπόρι, λέω,
- Μη λες κανέναν άλλο θα τις μαζέψω εγώ.
-Να είμαι σίγουρος;
-Συγουρότατος, λέει
- Πάρε ένα εικοσάρ’ του λέω.
Αρχινάει την πρώτη μέρα, είχε δύο μπλάρια, έφτιαχνε δεμάτια, τον βρίσκει ο Γιάν'ς ο Γουργιώτης:

- Τι φτιάχνεις;
-Να ,κουβαλάω φτέρες
-Τι τις θες
- Να τις πάω στο γιαλό.
-Να ρθώ και γω, λέει ο Γιανακούλης.
-Όχι, τελειώνω σήμερα. Εγώ το είχα με το δεμάτι και αυτός τάφτιαχνε όσο το δυνοτόν μικρότερα γα να πάρει περισσότερες παράδες. Έβανε 50 δεμάτια στο ένα μπλαρ. Με βρίσκει μια βραδιά εδώ.
- Γιαν’ λέει τελείωσα.
- Να ρθω να δω πόσα έμασες και θα σε πληρώσω. Πήγα κατ’ εκεί και έβαλα τους κούτσκους του Τσιώρη που ήταν τζιουμπανούλια τότε και τις έκαψαν. Τι κάνετε εδώ ; τους λέω.
- Ανάβουμε φωτιές και πιάνουμε χταπόδια..

- Αυτές εδώ τις φτέρες τσιούξτιτες φωτιά κι θα φεγγοβολήσ’ ο γιαλός, Ήταν δυο ντάνες και τις άναψαν.
-Που τις έχεις ,λέω, δεν της είδα πουθενά.
-Καλά με κοροιδεύεις; Πήγε εκεί κατ’ και έρχεται εδώ το βράδυ.
-Μι τα έκαψαν τα ρημουσέλια τ’ Πλατσά. Τώρα τι θα τους πω που θα ρθει το καράβι;.
- Είχα δύο βδουμάδες που κουβαλούσα δομ τ’ς παράδις.
-φέρε το εικοσάρι, εδώ, του λέω.
Χαρίκλεια: πως δεν πήρε κανένας κανα κοντόξυλο να σε σκοτώσει.
Ιωάννης: Αλλά άμα πάαινε ο Γιανακούλης θα 'βρισκα τον μπελά μου.

Ο μουσικός ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ ΑΠΟ ΜΕΛΙΒΟΙΑ ΛΑΡΙΣΑΣ



Vangeli Papalexandris
Βαγγέλης Παπαλεξανδρής






Ο Βαγγέλης Παπαλεξανδρής γεννήθηκε στην Μελίβοια Λάρισας το 1940. Στην ηλικία των δεκατριών χρόνων πήγε στην Αγιά κοντά στον δάσκαλο Τζιτζιλέρη για να μάθει μαντολίνο και ο δάσκαλος του υπέδειξε να μάθει το ακορντεόν που ακόμα δεν χρησιμοποιείτο στο χωριό μας. Μέσα σε δυο μήνες έμαθε τέσσερα τραγούδια και μ’ αυτά τα λίγα τραγούδια που γνώριζε πήγε σε έναν αρραβώνα και πήρε τις πρώτες είκοσιπέντε δραχμές. Μπήκε
στην κομπανία του Πλάδα – Γκαμπράνη - Μπλαντού και έπαιζε σε γάμους, πανηγύρια, αρραβώνες, γιορτές και σε καφενεία του χωριού. Σε ηλικία εικοσιδύο χρόνων γνωρίστηκε με κομπανία Λαρισαίων, πήγαινε με το ακορντεόν σε γάμους, πανηγύρια και σε ένα κέντρο στον Τύρναβο. Ένα μικρό διάστημα πήγε στην Λαμία και μετά στην Αθήνα.
Με το που έφθασε στην Αθήνα μπήκε στο λαϊκό συγκρότημα της Μαριάνας Χατζοπούλου που είχε στο ενεργητικό της πολλούς δίσκους, και μπήκε στην δισκογραφική εταιρία Κολούμπια που έκανε συχνές ηχογραφήσεις δίσκων. Στην Αθήνα κάλεσε τον φίλο του και συγχωριανό μας Βασίλη Ανδρίτσιο και έκανε ηχογράφηση σε δύο δίσκους των σαρράνταπέντε στροφών, το 1967

Δεξιά ο Βαγγέλης Παπαλεξανδρής

Δεξιά ο Βαγγέλης Παπαλεξανδρής


Δεξιά ο Βαγγέλης και αριστερά ο Βασίλης Παπαρίζος



.


   Είναι ο πρώτος συνθέτης και στιχουργός από την Μελίβοια, ενώ ο Βασίλης Ανδρίτσιος είναι ο δεύτερος που τραγούδησε σε δίσκο καταγόμενος κι αυτός από την Μελίβοια, αφού ο πρώτος ήταν ο παππούς του Στέφανος Ανδρίτσιος, που ηχογράφησε τραγούδι σε δίσκο στην Αμερική το 1927; Συνεργάστηκε με τον Ζαγοραίο για ένα χρόνο περίπου, αφού ήταν στην Κύπρο για οχτώ μήνες μαζί και ο Πέτρος Αναγνωστάκης και η Φούλη Δημητρίου. Συνεργάστηκε ακόμη με τον Μανώλη Αγγελόπουλο και την Αννούλα Βασιλείου για δυο μήνες που πήγαν στην Ρόδο, με τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο, με τον Βασιλόπουλο που έβγαλε το τραγούδι: «μίνι μίνι το μινάκι σου». Όλους αυτούς τους παλιούς και μεγάλους καλλιτέχνες εμείς τους γνωρίζουμε γιατί μεγαλώσαμε με τα τραγούδια τους.
Ύστερα έφυγε για Αμερική, όπως έκαναν όλοι οι καλλιτέχνες, εκεί συνεργάστηκε με τον Στράτο Κύπριο, την Κελλάρη, και τον Απόστολο Νικολαϊδη μέχρι το 1975 οπότε παντρεύτηκε και άλλαξε επάγγελμα, ασχολήθηκε με εργολαβίες επισκευής οικοδομών. Σήμερα ζει στο Χιούστον ως συνταξιούχος, αγόρασε ηλεκτρονικά μηχανήματα μουσικής και γράφει στοίχους τραγουδιών με μουσική δική του, αλλά δεν απουσιάζει από τα γλέντια παίζοντας σε γάμους Ελλήνων γιατί το Χιούστον έχει είκοσι χιλιάδες! (20.000) Έλληνες. Η ιδιόρρυθμη και γλυκιά μουσική του είναι σήμερα αποτυπωμένη σε δύο cd σε στοίχους παλιών τραγουδιών που τραγουδούν καλλιτέχνες χωριανοί: Ο Βασίλης Ανδρίτσιος, ο Αντώνης Γραμμένος, και ο Δημήτρης Πλατσάς ή Τσιούτσκας όπως τον ξέρουμε, που παίζει και μπουζoύκι. Αυτά τα cd δεν πωλούνται στο εμπόριο αλλά τα έδωσε ως δώρο σε πάρα πολλούς χωριανούς και φίλους. Εμείς περιμένουμε να ακούσουμε το καινούργιο του τραγούδι που αναφέρει την περιοχή μας. Αν κάποιος χωριανός γράφει στοίχους, μπορεί να τους δώσει στον Βαγγέλη για την συνέχεια. Ο Βαγγέλης Παπαλεξανδρής είναι φανατικός Μελιβοιώτης. … έχουμε και συνέχεια…..






Ο μουσικός Παπαλεξανδρής Ευάγγελος του Ανδρέα,με τον Μανώλη Αγγελόπουλο και την Άννα Βασιλείου.









Πρώτος από αριστερά ο Βασίλης Μπελιάς που έχει την ταβέρνα στη Μελίβοια, δεύτερος ο Βαγγέλης Παπαλεξανδρής και οι άλλοι, της ηλικίας του, Κωνσταντινίδης, Γαλλιώτας Γιάννης, Βριάβας Βασίλης, Παπανικολάου Ευάγγελος, Βαλάρης Δημήτριος, Γουργιώτης Νικόλαος.


  
ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ: ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΠΛΑΤΣΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Η ΤΣΙΟΥΤΣΚΑΣ


1955. Παπαρίζος Βασίλειος, Λέτσιος Δημήτριος, Σφυρής Βασίλειος, και με το ακορντεόν ο Βαγγέλης Παπαλεξανδρής.
....................................................................................................................................


Πάνω και από δεξιά οι γονείς του Βαγγέλη στην Αμερική, Ζωή και Ανδρέας.
.......................................................................................................

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ........
ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ-ΑΡΙΣΤΕΡΑ- ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ www.melivoia1.blogspot.com ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ- ΕΜΦΥΛΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΓΕΝΙΚΑ.

ΣΤΕΙΛΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΓIΑ ΝΑ ΜΠΟΥΝ ΣΤΟ BLOG melivoia και melivoia1. Κάθε φωτογραφία θα περαστεί εκεί που πρέπει.





Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΔΡΙΤΣΙΟΣ

ΑΝΔΡΙΤΣΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
(ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ)

Ευρύκλεια Γκουντάρα Ανδρίτσιου σύζυγος Βάϊου. 19-6-2005


   Ο Στέφανος Ανδρίτσιος, που πήγε στην Αμερική, είχε παιδιά το Γιώργο Γκαραμπλή που είχε γυναίκα την Δημητρούλα, τον Θανάση και τον Βάϊο που είχε την Χρυσούλα Λουκανίκα. Έστελνε παράδες την γυναίκα του Σταυρούλα που είχε αδερφό τον Κώστα. Ο Κώστας όταν παντρεύτηκε έκανε κουμπάρα την αδερφή του Σταυρούλα και αυτόν τον κακοφάνηκε. Εγώ, έγραψε, είμαι στην ξενιτιά και σύ γίνεσαι κουμπάρα; Και από τότε δεν ματα ήρθε. Πρώτος είναι ο Γιώργος, ο Βάϊος και τελευταίος ο Θανάσης. Όταν έφυγε για Αμερική, ο Γιώργος ήταν μεγάλος σε ηλικία.
Έβγαλε μια πλάκα (δίσκο γραμμοφώνου) άκουσα και γω ότι ο Στέφανος έστειλε μια πλάκα απ’ την Αμερική την έβαναν στο γραμμόφωνο σ’ ένα καφενείο και την τσάκ’σαν, δεν την ήθελαν γιατί είχε τραγούδια καλά. Ήταν τραγουδιστής αριστούχος και την τσάκ’σαν την πλάκα από ζήλια. Μπορεί και να μην ήμουν εγώ τότε δεν την άκουσα τι έλεγε.


  Δαλδάς Γιώργος του Ιωάννου 3-7-2005: Γεννήθηκα το 1921 και θα ήμουν 6 ή7ή 8 χρονών όταν έφεραν την πλάκα του Στέφανου Ανδρίτσιου από Αμερική, την άκουσα στο καφενείο. Τότε ήταν του Ν. Καρακίτσου το καφενείο και από το σημερινό περίπτερο που είναι στην πλατεία του αγίου Νικολάου είχαν γέφυρα και πάαιναν στο καφενείο απάν’, και κατ’ ήταν το σπίτι. Ήταν περιφραγμένη η γέφυρα, πάαινε κόσμος. Είχαν γραμμόφωνα τότε όλα τα καφενεία. Εκεί ο Μιλτιάδης Μπαντάνης έπαιζε κλαρίνο, τον έφαγε η αλεπού το δάχλο, ήταν μέσα στουν κάτκα, την έπιασε και τουν έκοψε του δάχ'λο. « τέλος πάντων μου αχρήστευσε το χέρι, πάει και το όργανο χαμένο» έλεγε ο Μιλτιάδης.


Ανδρίτσιου Αικατερίνη του Αθανασίου- εγγονή του Στέφανου 19-1-2006 και 24-1-2006

   Η γιαγιά μου Σταυρούλα που πέθανε πριν τριάντα πέντε χρόνια, είχε άντρα τον Στέφανο Ανδρίτσιο, που την άφησε με τρία αγόρια μωρά και έφυγε στην Αμερική. Η γιαγιά μου τον περίμενε πάντα να 'ρθει αλλά δεν είχε κανένα νέο γι’ αυτόν. Στο σπίτι του Γιώργου Τσολάκη έμεινε κάποιος που ήταν στην Αμερική, και τώρα τελευταία την βοήθησα και πήγαμε στο σπίτι του και ο Γιώργος εξαναγκάστηκε και είπε αυτά που γνώριζε: «Μην περιμένεις να 'ρθει έχει οικογένεια αυτός». Και έλεγε η γιαγιά: «μην ξανα μου αναφέρετε γι' αυτόν τον ρεμπεσκέ». Πέθανε χωρίς να παντρευτεί και στο περίμενε. Ήταν τραγουδιστής ο Στέφανος, τον πατέρα μου τον έλεγαν Θανάση αδερφός του Βάϊου και του Γιώργου. Η γιαγιά μου Σταυρούλα ήταν το γένος Καραμπέτσιου και ο Στέφανος ήταν σώγαμπρος στον Καραμπέτσιο. Μάλλον βρήκε πιο καλή κατάσταση εκεί αλλά δεν έστειλε στην γυναίκα του και στα τρία παιδιά ούτε δολάριο. Ο πατέρας μου Αθανάσιος πέθανε το 1989 σε ηλικία 72 χρονών οπότε γεννήθηκε το 1917. Ο Στέφανος άφησε έγκυο την Σταυρούλα στον πατέρα μου και έφυγε για Αμερική. Όχι μόνο δεν έστειλε ούτε δολάριο, αλλά δεν έδωσε ούτε σημείο ζωής. Η Σταυρούλα είχε δυο αδέρφια, τον Κώστα που παντρεύτηκε και πέθανε η γυναίκα του και δεν ξαναπαντρεύτηκε και τον Βασίλη που δεν παντρεύτηκε λόγω του ότι είχε ένα πρόβλημα στη μέση όταν ακόμα ήταν στρατιώτης. Είναι αλήθεια ότι έβγαλε δίσκο και τον έστειλε στο χωριό, αυτό το γνωρίζει και η μάνα μου.
Ν.Τ. Ο Στέφανος Ανδρίτσιος πήγε στην Αμερική το 1916 ή 1917 σύμφωνα από αυτά που μας είπε η εγγονή του Ακατερίνη. Πήγε σε ένα πλούσιο μέρος και ξέχασε την φτώχια της οικογένειάς του, γιαυτό και η γυναίκα του για τον ρεμπεσκέ άντρα της και αφού έμαθε ότι είχε οικογένεια και ότι δεν θα έρθει είπε: «Να μην βρεθεί χώμα που να τον σκεπάσει». Εμείς περιμένουμε νέα από τα εγγόνια του που μένουν στην Αμερική, μπορεί και να μετάνοιωσε, όλα γίνονται στους ανθρώπους.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΑΛΔΑΣ 3-7-2005
ΕΥΡΥΚΛΕΙΑ ΠΛΑΤΣΑ 3-7-2005

ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΣΤΑ ΞΕΝΑ

Ευρύκλεια:
Εδώ στα ξένα γλυκεία μου μάνα,
εδώ στα ξένα που γυρνώ
τις έμορφες παρακοιτώ.
Κι ούλα τα.. γλυκιά μου μάνα
κι ούλα τα κορίτσια τα είδα
μι τα νάζια μι τα χάδια.
Μια μικρή με τα γαλάζια
να μεγαλώσει καρτερώ.
Μια μικρή γαλαζοφορεμένη
την καρδιά μου έχει καμένη.
-Στου χουρό που θα χορέψει
σύρε πιάσ’ την απ’ το χέρι
κι αν ιδείς να κοκκινίσει
πάλι εσένα θα τηρήσει
κι αν ιδείς να πάρει πέτρα
άσε το χορό και φεύγα.

Γιώργος: αυτό ήταν σε πλάκα παλαιά.

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Το blogspot Melivoia

















Tο http://www.melivoia.blogspot.com/ είναι το ανοιχτό βιβλίο της Μελίβοιας Λάρισας. Στόχος του βιβλίου αυτού είναι να αποτυπωθεί η Ιστορία και η Λαογραφία της Μελίβοιας. Οπωσδήποτε θα πάρει χρόνια αυτή η εργασία, που πρέπει να είναι υπόθεση όλων των Μελιβοιωτών. Προσωπικά δεν είμαι ούτε ιστορικός, ούτε Λαογράφος, το μόνο που κάνω είναι να δέχομαι αυτά που ο κάθε άνθρωπος λέει και αφορούν τον τόπο μας και να τα μεταφέρω στην ιστοσελίδα. Ακόμη βρίσκοντας διάφορα γραμμένα σε βιβλία και περιοδικά που αφορούν τον τόπο μας να τα μεταφέρω και να διαβάζονται από όλους. Αν κατά την μελέτη των ανωτέρω δείτε ότι υπάρχει κάποια δική μου κρίση πάνω σ’ αυτά, που κατά την γνώμη σας δεν είναι σωστή, εσείς μην την λαμβάνεται υπόψιν, αγνοήστε την, αποτυπώστε την δική σας γνώμη και στείλτε μου για να την τοποθετήσω στο blog, χωράει πολλά η ιστοσελίδα.
Σήμερα στα σπίτια του κάθε συγχωριανού αλλά και άλλων φίλων

του χωριού μας, υπάρχουν τόσα και τόσα στοιχεία που αν μεταφερθούν και























συγκεντρωθούν θα μείνει η ιστορία του τόπου μας και για τις άλλες γενιές. Κάθε σπίτι και κάθε οικογένεια έχουν την δική τους ιστορία να πουν. Πάντα λέμε: Μα γιατί να μην είναι γραμμένα κάπου αυτά που έχουν γίνει πιο παλιά; βέβαια πολλές φορές ξεκινήσαμε να γράφουμε σε εφημερίδες ή και περιοδικά, αλλά σταματήσαμε. Μπορεί και ο κάθε ένας να φτιάξει μια ιστοσελίδα και να γράψει αυτά που του έχουν διηγηθεί, να τα γνωρίζουμε και εμείς. Η ιστορία του τόπου αφορά όλους τους χωριανούς, πρέπει όλοι να την γνωρίζουν γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται και λάθη του παρελθόντος δεν πρέπει να αποκρίπτονται για να μην ξανασυμβούν.



















  Υπάρχουν σε σπίτια του χωριού μας ερωτικά γράμματα και ποιήματα πάνω από εκατό χρόνων μέσα στο σεντούκι, υπάρχουν διηγήματα ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να τα μεταφέρουν σε βιβλίο και πέθαναν, υπάρχουν παλιές φωτογραφίες από εργασίες σε κτήματα, από εκκλησιές όπως π.χ η φωτογραφία της εκκλησίας άγιος Νικόλαος δεν βρέθηκε μέχρι τώρα, πολλά και διάφορα υπάρχουν.
Μπορούμε να γράψουμε ιστορίες διάφορες που μας είπαν οι γονείς, οι παππούδες, οι φίλοι.


Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ ΠΡΙΝ ΤΟ 1940 ΣΤΗ ΜΕΛΙΒΟΙΑ ΛΑΡΙΣΑΣ



Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΜΕΛΙΒΟΙΑ ΛΑΡΙΣΑΣ ΠΡΙΝ ΤΟ 1940

Ανδρίτσιος Δημήτριος ή Μπλαντός 20-6-1995

ΕΥΡΥΚΛΕΙΑ ΠΛΑΤΣΑ-ΤΣΙΑΠΑΝΟΥ 17 +18 -06-05













Μπλαντός: Τότε με προξενιά γίνονταν και όχι όπως τώρα που δεν λένε ούτε τον πατέρα. Ο πατέρας μου θα έβαζε ένα θκότ άνθρωπο, θκότ’ συγκένειο να σε πει εσένα, τον πατέρα: Τι ιδέα έχεις να πάρει ο γιος σου του Μπλαντού το κορίτσι; δηλαδή από τη νύφη ζητούσαν πάντα και όχι από το γαμπρό. Χωρίς να ξέρεις εσύ ότι ήταν βαλτός να σε ρωτήσει. Και αφού σε ψάρευε καλά αν το θέλεις σ’ ανάγκαζε να πεις το: «αν θέλει κι αυτό το κορίτσι, το παίρνω κι ‘γω,. Στο παιδί (αγόρι), πάει ο βαλτός ο άνθρωπος και λέει στον συγγενή του. Ότι εντάξει θέλει ο πατέρας του παιδιού. Το παιδί (αγόρι) ύστερα ήξερε το τι θα πάρει από χωράφια και λεφτά. Τώρα δεν σε κρένουν ντιπ, τα φτιάχνουν μόνοι τους οι νέοι και δεν ξέρει κανένας. Εγώ αρραβώνιασα και ο πεθερός μου δεν μ’ άφηνε να πάω στο σπίτι. Αλλά ούτε η αρραβωνιαστικιά στο δικό μου. Τέτοια…; να σμίξουμε και να κουβεντιάσουμε; α, όχι! αρραβωνιασμένο και δεν μ’ άφηνε να πάω στο σπίτι. Κάθονταν τότε τα παιδιά αρραβωνιασμένα ένα μήνα ή δυο και τότε έλεγαν ή ναι ή όχι. Ήρθες πάλι; έλεγαν οι πεθεροί. Έ, πού να πααίνω άμα δεν ιρθώ; Ούτε τα κορίτσια πάαιναν στο σπίτι του αρραβωνιαστικού. Χωρίς να ξέρουν τα παιδιά τίποτα τα συζητούσαν μόνοι τους οι γονείς. Μήπως όταν ο πατέρας σου πήρε τη μάνα σου ήξεραν τα παιδιά; Πήγε ο παππούς σου ο Σταύρος στη μάκου Χαρικλή και στον παππού Βασίλη και συζητούσαν. Έτσι και στον Κατσαράνο, η μανιά η Χαρικλειώ με την Κατερίνη. Ήρθε η μανιά η Κατερίνη εκεί και κουβέντιασαν. Είχαν τότε προξενητές το Λία τον Θωμά. Τον Λία του Στάθη εκείνοι τα ‘φτιαχναν και συζητούσαν πόσα θα δώσουν, τι θα με δώσει, έλεγε το παιδί.
Ευρύλκλεια Γκουντάρα του Βασιλείου. Τότε με την αδερφή μου την Ανθυμούλα, πήγε κάτω στον Γιάννη τον Πασιά η μάνα μου και λέει ο Γιάννης: «Θέλω να μου δώσεις αυτά κι αυτά» όχι, λέει η μάνα μου, δεν τά ‘χω αυτά να στα δώσω, εγώ ήρθα να σε κάνω γαμπρό αν θες, εσύ ζητάς πολλά. Αυτό έγινε πριν 42 χρόνια.
Ανδρίτσιος: τώρα τα φτιάχνουν δυο τους και δεν σε ρωτούν ντιπ εσένα. Στον γαμπρό πήγαιναν πρώτα για προξενιά, αφού προηγουμένως ο προξενητής τα είχε συζητήσει με τους γονείς των παιδιών. Ο προξενητής πήγαινε στον γαμπρό αθώα και έλεγε.
Τι κάθεσαι ρε παιδάκι μου, παντρέψου να νοικοκυρευτείς.
-Καλά και πια να πάρω;
Ποια να πάρεις; Πες μου το ναι εσύ, και γω θα σου βρω όσες θες. Όχι να με κοροϊδέψεις και να φάω το ξύλο εγώ; Να, για κείνο το κορίτσι τι λες; είναι καλό, το θες; έχει και ένα χωράφι μεγάλο στο Γκούντζιμπο.
Άλλο πάλι:
Τι θα γίνει θα σε παντρέψω ρε Νίκο;
Ποια να πάρω, μωρέ;
Έ, ποια καταλαβαίνεις εσύ;
Εγώ θέλω ένα κορίτσι να έχει πιασίματα.
Ούλα θα τα βρούμε αρκεί να πεις το ναι.
Τι λες για του Γάλλου;
Ά, αυτό το κορίτσι καλό είναι, αν μου δώσει και κείνο το χωράφι στην Παλιουργιά, θα το πάρω.
Τότε χρήματα έδωναν δυο ως τρεις χιλιάδες. Αφού έλεγε αυτά το παιδί που ζητούσες, τότε ο προξενητής έλεγε:
- Εγώ θα πάω τώρα αμέσως στο κορίτσι, θα πάω σαν ξένος να τους πω μια καλησπέρα θ’ αρχίσω συζήτηση και άμα θέλ’ν θα ‘ρθω να σι πω πάλι απόψε, ενώ ήταν όλη η δουλειά συνεννοημένη από πρώτα. Μα, ο πατέρας του παιδιού, ο πατέρας απ’ το κορίτσι και ο προξενητής ήταν από πρώτα συνεννοημένοι. Πήγα σπίτι τα κανόνισα σι δίνει αυτό, αυτό, θα το πάρεις; Το πήρα λέει ο γαμπρός. Εντάξει την Κυριακή θα το κουβεντιάσουμε πάλι. Στο Σπίτι της νύφης ο γαμπρός δεν πήγαινε μόνος. Έπρεπε να τους πάρει ο πεθερός και να τους πάει. Όχι να πας εσύ όποτε θέλεις; Έπρεπε να βγεις στα μαγαζιά, να περιμένεις να σε πάει ο πεθερός να φας ψωμί και να φύγεις, σπάνια να βρεις ευκαιρία να τα φτιάσεις. Πότε να φύγει η μάνα, ο πεθερός, ο πατέρας, ο κουνιάδος, οι επισκέπτες, να βρεις ευκαιρία να μείνεις με το κορίτσι; Εγώ παντρεύτηκα στις 20 Ιουλίου την μέρα του Αγιουλιά. Όταν πήγαινα εκεί, έρχονταν ούλοι οι συγγενείς, ο πατέρας, η μάνα. Τότε στην βάφτιση, αρραβώνα, γάμο, ακόμα και γιορτές έπαιρναν όργανα και γλεντούσαν.
Ευρύκλεια Πλατσά.


Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΓΚΑΜΠΡΑΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΔΟΞΙΑ



   Ν.Τ Ο ευκατάστατος αλλά χήρος και με τρία κορίτσια Γιάννης Γκαμπράνης αρραβωνιάστηκε την Ευδοξία, που ήταν αδερφή, της Ευρύκλειας Πλατσά – Τσιαπάνου, της Ελένης Νέντου, και της Ευανθίας Πλατσά. Ο πατέρας των κοριτσιών λεγόταν Γιώργος και η μάνα τους που έκανε το κουμάντο στην οικογένεια, Αικατερίνη. Ήταν μια πάρα πολύ φτωχή οικογένεια. Τα κορίτσια του Γιάννη και Χρυσούλας Παπαρίζου του Βασιλείου ήταν: η Ευρύκλεια που παντρεύτηκε με τον Παπανικολάου ( Λαγδάρη), η Λένη που παντρεύτηκε με τον Παναγιώτη Πλατσά, και η Αννούλα που παντρεύτηκε με τον Πασιά. Αφού παντρεύτηκε την Ευδοξία απόκτησε τέσσερα παιδιά, τον Βασίλη, την Γεωργία, τον Νίκο, και τον Θωμά. Η Γεωργία παντρεύτηκε με τον Βασίλη Ευσταθίου του Αλεξίου. Το πώς έγινε ο αρραβώνας το διηγείται η αδερφή της Ευδοξίας, Ευρύκλεια Πλατσά – Τσιαπάνου. Η Ευρύκλεια Πλατσά μου είπε ατέλειωτες ιστορίες. Θα ήθελα να τiς γράψω όπως ακριβώς τις διηγιόταν, αλλά αυτό είναι και αρκετά δύσκολο, αλλά και αδύνατον να διαβαστεί εύκολα ιδίως από τους νέους. Αφού η κόρη μου έγραψε στο μαγνητόφωνο τα όσα της διηγήθηκε η Ευρύκλεια Γκουντάρα, αλλά της φαινόταν αδύνατο να τα αντιγράψει διότι δεν καταλάβαινε αρκετά τη γλώσα τη δική μας, της προηγούμενης γενιάς, που για μας είναι γνωστή.

ΕΥΡΥΚΛΕΙΑ ΠΛΑΤΣΑ-ΤΣΙΑΠΑΝΟΥ 17 +18 -06-05

   Η Βρίκλου η Λαγδαρούλου τα’ παιζε πρώτα με τον Μπλαντό τον Μήτσιο ντε και καλά να παρ το Δημήτρη. Ο Γιάννης Γκαμπράνης είπε και το Γιώργο Σακαρέτσιο ή Σταφλάκι που ήταν αδερφός της μάνας μου να ζητήσει την Ευδοξία, αφού η μάνα μου δέχτηκε, περίμενε από τον αδερφό της να τελειώσει την προξενιά και αυτός προξένευε την κουνιάδα του, την αδερφή της Περσεφόνης την Χρυσούλα Σφυρή, και τελικά ο Γιάννης πήρε τη Χρυσούλα (η Χρυσούλα ήταν η δεύτερη γυναίκα του Γιάννη Γκαμπράνη που πέθανε και αυτή μετά δυο χρόνια γάμου). Πίσμουσει η μάναμ' κι αμπίτσι στουν ουρανό.
-  A, ρέ σ’ έστειλα να φτιαξ’ την προξενιά για το κορίτσιμ’ και έφτιαχνες στην Σούλα;
-Α, μωρέ η Ευδοξία θα βρει παιδί νέο και καλό.

  Η Χρυσούλα είχε κατ’ πουδάρια.. τέτοια.. σαν τουλούμια και χόρεψε μια εποχή στον Αι Νικόλα κι ν’ έπισι του βρακί.
Oυ! Φώναζαν… τ’ Χρυσούλα ν’ έπισι του βρακί. Τόσο μας υπηρετούσε το μυαλό μας. Την έπεσε εκεί που χόρευε.
   Αϊ, σήκω, θέλ’ς ιστορίες πολλές, (ήταν 11 η ώρα το βράδυ) οι ιστορίες δεν πληρώνονται. Που! ! τ’ν έπισι του βρακί. Ήρθε η καημένη η Ζωή η Τσιουκανέλη εδώ στο σπίτι.

  - Αμουρή Βρίκλου, πως τ’ν έπισι του βρακί; ήμασταν ξαδέρφες με την Ζωή. Είχαν με ποδονάρια βρακιά κι σ’ αυτήν δεν ξεδέθηκε, αλλά θα τούχε μαζουμένου στην μέση και κατέφκι και την έπεσε του πουδουνάρ. Πέθανε η Σούλα και ο Γκαμπράνης ζητούσε πάλι την Ευδοξία.

   Ο Γκαμπράνης είπε στην Ευδοξία: θα σε πάρω όπου και να πας θα ρθω και θα σε κλέψω. Κοίταξε να σι πω Γιάνν’ να παντρέψ' τη Βρίκλεια (κόρη) και να ρθώ εγώ εκεί μέσα αδουμή δεν έρχομαι. Ήρθε ο Γιάννης Μαντήλας εδώ στην μάνα μου και λέει: Κατερίν’ θα τον παρ’ς το Γιάνν’ τον Γκαμπράν’;
- Δεν ξέρω, θα πω το κορίτσ’ άμα τον θελήσ’ η Ευδοξία, θα τον πάρω.

Τι να κάνω μουρή αδερφή; Βλέπεις που δεν έχουμε λαδ’ να λαδωθούμε, να λαδώς η κοιλιά μας, μ’ έλεγε η Ευδοξία.

Το ρίχναμε και το κοιτούσαμε το γυαλί, που πάει το γιαλί; λέγαμε, τελείωσε; με το κουταλάκι το ρίχναμε.
Ήμασταν αγαπημένες εμείς οι αδερφές, δεν μαλουνάμε καμιάφορα και προ πάντος η Λέν’ …. Ήταν γλυκολέν’, η Βανθία ήταν λίγο νιυρικιά.
Θα τον πάρω, θα τον πάρω, έλεγε η Ευδοξία και θ’ απολνώ το λαδ’ από παν και απ’ του Τσιντζιράκ’ θα έρχεται κατά κεί να τρώτε και σεις και ούτε καλουσκέρσαμε… Νίκο … Ιστορίες…!
΄ Ήρθε πάλι η Γιαν’ς Μαντήλας, που είχε γυναίκα την αδερφή του Γιάννη Γκαμπράνη. Θα τουν παρ’ς Ευδοξία τον Γκαμπράν’; Σ΄ είπαμε λέει η μάναμ' να τον πάρουμε πριν παρ’ τη Σούλα. Θα τον πάρου λέει η Ευδοξία γιατί είναι νοικοκύραρους. Εμείς μόνο μια μπούρδα φασούλια μαζουνάμε χοντρά και μια μπούρδα λιανά και το καλαμπούκι που του’ χαμε για νταβάνι. Πρώτα λέει θέλω να παντρέψει την Βρίκλου (κόρη του) αλλιώς δεν πααίνω απάν εκεί. Η Βρίκου ήθελε τον Μήτσιο τον Μπλαντό. Ο Λαγδάρης είχε μια αδερφή Κατίνα, ίσια ήμασταν, και την έτρωγε η αμασκάλη κι έτρεχαν οι αμασκάλες κι άμμα πααινάμε στη βρύς για νερό δεν ήταν να την ζγώς, βρωμούσαν οι πληγές. Ο Αντώνης Λαγδάρης χάλεψε και την Βδοξία αλλά δεν τον πήρε. Μόλις θα στεφανωθεί η Βρίκλου θα τον πάρω τον Γιάννη είπε η Ευδοξία. Βρίσκει στο σπίτι την Λένη και την Αννούλα. Η Λέν Χρυσουλέν, να την τιμά την Ευδοξία… η Αννούλα ….
  Είχαν 2 νταμπακέρες κουκούλια δεν είχαμε αλλού το νου μας… πως έφυγε αυτή η βρώμα απ’ τα κουκούλια κι απ’ τα κουρκάρια;
Είχαν έξω εκεί κάργα φύλλο (μουριάς). Τα δουμάτια κάργα ξύλα. Αννούλα κάτσε να κλαρίσουμε το φύλλο είπε η Ευδοξία. Άλλο τι θα σε κάνω λέει η Άννα και πήγε στην παρέα της. Γκαζ' δεν είχε η Ευδοξία. Λέει την Άννα πάρε λίγο γκάζ', όχι δεν πααίνω έλεγε. Την σήκωναν τα μυαλά άλλες.
Ήρθε το βραδ' ο Γιάνν'ς και δεν είχε πετρέλαιο. Τότε την βάρεσε την Αννούλα. Η μάναμ' είπε στην Βδοξία. Τι ήθελες και τον είπες έτσι το Γιάννη και χτύπησε το κορίτσ; Θα κατηγορούν εσένα η γειτονιά.
  Αγαπιόνταν, τα’ πεζαν με την Βρίκλου την κόρη του Γιάννη. Αυτή ήθελε τον Μπλαντό. Μη με λέτε εμένα έλεγε η Ευδοξία. Η Λένη ήταν τυπικιά. Την προίκισε η Ευδοξία την Λένη, τα καλά ούλα. Ίφιραν οι Αθηνιώτσες κουβερτάρες, τραπεζομάντιλα. Με τρία γιαλιά λαδ' έπαιρνες τόσα και τόσα.

Ν.Τ Θυμάσαι τραγούδια του αρραβώνα;
 Εκεί στου Νέντου ήταν και η Μαρία Μπάτσικα που πήρε το Γάλλο, ίσια ήμασταν. Χορεύαμε στην αυλή τραγουδούσαμε με το στόμα. Αλλά δεν τα θ'μούμαι. Όταν φεύγ’ς τα θ'μούμε. Θέλει να έχω ένα στυλό να σημειώνω, αλλά δεν ξέρω γράμματα.
Το τραγουδι «Μίσσιλα» ήταν για την θυγατέρα του Γιάννη Γκαμπράνη την Βρίκλεια και το έβγαλε ο Μπλαντός .
Ο Γιάννης κάνει την χαρά το’ παμε; εγώ κοιτώ την τηλεόραση και θ'μούμαι και τα τραγούδια, που είναι να τον πώ , λέω.
Τα λεγάμε αλλά τα’ στόϊσα, η Κακαϊώ, η Λένη του Ζουμαΐλη χρόνια τα λεγάμε, καθομέσταν στο φούρνο τ’ Τσιντζιρακ’ πριν φτιάσει το σπίτι.
Ο Γιάννης Γκαμπράνης είχε γραμμόφωνο. Εκεί λέγαμε: δυο! δυο κέρατα εχ΄ του βοδ'. Πέντε! πέντε δάχτυλα έχ' το χερ'
Μα, γιατί τότε δεν έβανα το νου να τα μάθω κι αυτά; Τά’ περνα καλά. Πέρασα σκασίλες… και πάλι… άμα τα βάλω με το νου μου θα τα θυμηθώ. Α… μουρή, λέω.. στ’ ούπα αυτό! Τα δέντρα ξεριζώνουν;
Ν.Τ Θυμάσαι τραγούδια του αρραβώνα;
Εκεί στου Νέντου ήταν και η Μαρία Μπάτσικα που πήρε το Γάλλο, ίσια ήμασταν. Χορεύαμε στην αυλή τραγουδούσαμε με το στόμα. Αλλά δεν τα θ'μούμαι. Όταν φεύγ’ς τα θ'μούμε. Θέλει να έχω ένα στυλό να σημειώνω, αλλά δεν ξέρω γράμματα.


Ο Γιάννης κάνει την χαρά το’ παμε; εγώ κοιτώ την τηλεόραση και θ'μούμαι και τα τραγούδια, που είναι ο Νίκος να τον πώ , λέω.


Τα λεγάμε αλλά τα’ στόϊσα, η Κακαϊώ, η Λένη του Ζουμαΐλη χρόνια τα λεγάμε, καθομέσταν στο φούρνο τ’ Τσιντζιρακ’ πριν φτιάσει το σπίτι.


Εκεί λέγαμε: δυο! δυο κέρατα εχ΄ του βοδ'.
Πέντε! πέντε δάχτυλα έχ' το χερ'
Μα, γιατί τότε δεν έβανα το νου να τα μάθω κι αυτά; Τά’ περνα καλά.

Πέρασα σκασίλες… και πάλι… άμα τα βάλω με το νου μου θα τα θυμηθώ. Α… μουρή, λέω.. στ’ ούπα αυτό! τα δέντρα ξεριζώνουν;

ΤΡΑΓΟΥΔΙ: Στο ερημοκλήσι
Μες στο δάσος μια φορά
Έτυχε να συναντήσει
μια μικρή εκκλησιά.
Προσκυνάει κι μπαίνει μέσα
με λύπη με χαρά.
Βλέπει εκεί που προσκυνούσε
μια μικρή καλογριά.
Καλογραία μου σου λέω
τ’ όνομα σου επιθυμώ,
τ’ ονομά σου κι ας πεθάνω
στο ερημοκλήσι αυτό .
Το όνομα μου δεν στο λέω
στο ερημοκλήσι αυτό.

Ν.Τ : πως δεν μου το είπες αυτό;
ΕΥΡ: Δε στ’ ούπα; το βράδυ στον ύπνο το θ'μήθ'κα. πήγα στην Κατίνα την Τζαλαβουρούλου που θα φυγ’ για Κόκκινο Νερό.
Ν.Τ. Όπως διαβάσατε πιο πάνω τότε τα παιδιά τα αρραβώνιαζαν οι γονείς και πολλές φορές χωρίς να δέχονται τα παιδιά τους. Οι νέοι πριν παντρευτούν δεν έπρεπε να βρίσκονται ποτέ δυο τους.

   Ο Δημήτρης Γκουντάρας ή Σγκουντούλας, εργαζόταν στην Αθήνα, επέστρεψε στο χωριό, μιλούσε τα Αθηναίϊκα και ήταν ο μάγκας και ο περιζήτητος γαμπρός. Στην προξενιά ήταν ο αδερφός του Γιάννης ή Κουτσίνης και η μάνα του Μαργιουλή ή Μαρία. Η Μαργιουλή είχε περιπέτειες με έναν Τσιμπίδα αλλά αυτός πήρε άλλη, την είχαν βγάλει και ένα τραγούδι με μουσική άλλου τραγουδιού που μιλούσε για κάποιον Τριτσιμπίδα.

Ο αρραβώνας της Ευρύκλειας.
ΕΥΡΥΚΛΕΙΑ ΠΛΑΤΣΑ-ΤΣΙΑΠΑΝΟΥ 17 +18 -06-05

  Εγώ τότε αρραβώνιασα και πήρα τον Σγκουντούλα (Γκουντάρας Δημήτριος), που πήρε την Χρυσή Νταλντά. Εγώ είχα εδώ το σπίτι, έβγαινε νερό άπου κατ’ στο ντάμ' λάσπες και χάλια εδώ μπροστά. Ο Σγκουντούλας ήταν σ’ ν Αθήνα υπάλληλος (ο εγγονός του Δημήτρης μου είπε ότι εργαζόταν στο σπίτι του Γεωργίου Παπανδρέου στο Καστρί ως οικονόμος). Είχε σχέσεις και με την Κλεονίκη του Σφήνιου που πήρε τον Μιλτιάδη Μπαντάνη. Ο Γιώρ'ς ο Καλαθάς την είχε θεία την Κλεονίκη που ήταν αδερφή της μάνας του. Η Κλεονίκη πήρε το Μιλτιάδη Μπαντάνη και πήγε κάτω στου Μπαντάνη. Τελικά ο Δημητράκης δεν πήρε την Κλεονίκη και τον έβγαλαν και ένα τραγούδι:

Δημητράκημ’ σα σε χάσω
πέμι πιο βουνό θα πιάσω;
Κατ τουν Έλυμπου θα πάω;
Ή στον Κίσαβο θα σ’ εύρω;
Χαμπιλώστε εσείς βουνά
για να ‘δω την Αθήνα,
να δω το Δημητράκ’ στ’ ν Κηφισιά
που περπατάει σα χήνα.
Χαμπιλώστε, τα βουνά να βλέπω την Αθήνα (δις)
 οχ να βλέπω την Αθήνα
να ιδώ το Δημήτρη σ’ Κηφισιά
πως περπατάει σα Χήνα, οχ, πως περπατεί σα χήνα.
Δημητράκη σα σε χάσω
πες μου πιο βουνό θα πιάσω.
Κατ' τουν Έλυμπου θα πιάσω,
κατ του Κίσαβο θα σ’ εύρου.
Η μάνα σου κι η μάνα μου
αντάμα κουβεντιάζουν,
ίσως και κάμουν καμιά δ’λειά
να μας αρραβωνιάσουν,
όχ να μας αρραβωνιάσουν.


ΕΥΡΥΚΛΕΙΑ : Τι μοσχοδημητράκ'ς ήταν!!!!!!!………. ου … ου…..!!!!!!!!!!!
Θα σε πάρω κι απουλές Ευρύκλεια. Ήρθε το βραδ’ ου Κουτσιν’σ κι τα φτιάξαμε κι ήρθει κι μι ξισκούφουσι η σμιθιρά Μαριουλή. Και τι να τουν δώς τουν Κουτσίν’ η μάναμ’, ήταν σαπάν ο πατέρας μου, ο Βασίλης Νέντος, και ύστερα ήρθαν εδώ. Αυτός θελ’ να παρ’ την Κλεονίκη και τα’ χει φτιαγμένα με την Χρυσή Νταλντά.
Με ξεσκούφουσε, δε χάρηκα και γω, δεν αγρικούσαμε τότε τίποτα. Σμιθιρέ να ζησ’ν λέει η Βανθία (αδερφή). Ταχιά, είπε, θα πάμε να τα γράψουμε και γάμου ένα κι ένα, του Μαριουλί μ’ ήθελε. Κουρτσάρα μι τα ούλα ήμουν, του μαλλί απ’ ούχα μαναχά. Να χαλάσουμε το συμβόλαιο που είχε η Νεντούλου (αδερφή της) και να το γυρίσουμε στον Σγκουντούλα. Τέρα, έλεγαν τον πατέρα μου, ότ’ θα σι λεν’ θα λες, εντάξ; ούλα θα τα δως καλώς πουλμένα.
- Τι, θα πλήσου την περιουσίαμ’;
-Τι σι λέμε…. εσύ θα λες ναι, δοκιμές είναι αυτά (ο πατέρας της Ευρύκλειας Γιώργος Τσιάπανος ). Πήγαν στην Αγιά και τα χάλασαν τα συμβόλαια και μετά τα βρήκε ο Πατριώτης (Βασίλης άντρας της) έτοιμα. Η Βανθία και η Βδοξία έλεγαν: πήραμι γαμπρό τον Σγκουντόύλα.! Δημήτρη Γκουντάρα λέγαμε, κουτούσαμε να πούμε Σγκουντούλα; Εγώ, εδώ, η Καρδιάμ χτυπούσε. Πώς να τον μεταχειριστώ αυτόν τον άνθρωπο που περπατούσε μι τι φτέρνα, με τα δάχλα, δεν πατούσε καταή η φτέρνα. Να περπατάει και να κοιτάει να πες καταή. Καλά, έλεγα την μάνα μου, να με παρ πααίν ή τίποτα άλλο;
Καμιά φορά τον βλέπου ήρθε δω…..
– Ευρύκλεια, καλημέρα.
- Καλημέρα Δημήτρη,... εγώ τον έβλεπα κι έτρεμα.
-Πολύ θα σε παρακαλέσω να ‘ρθείς να δούμε λίγο το σπίτι εδώ κάτω , επιτρέπεται;
-Μπράβο γιατί όχι να μην επιτρέπεται. Το άνοιξα το σπίτ’ είχε κι η μάναμ μια γρούνα με γρουνούλια και να είναι μέσα νερά… λούτσια… βρωμοκοπούσε. Η μάναμ, μι τα γρούνια μας πάντριψι, ήταν φτωχιά, περιουσία δεν είχαμε. Τέρα Δημήτρη, λέω ,έχουμε τα’ γρούνια εδώ..…
-Δεν πειράζει, δεν πειράζει..
Τι συμβαίνει μ’ αυτό το πράγμα δεν ξέρω μ’ έρχονταν νόημα.
Αφ’σαν στην Αγιά κάτι άγραφα και ήθελαν να πάνε την άλλη μέρα το πρωί.
Καβάλα στου μπλαρ η Μαριουλή…(μητέρα του Δημήτρη) δεν είχα όμως παράπονο μ’ αυτήν θιος χωρέστην στάθκι στου πουδάρ. Αυτός η κουπρίτς ήθελε να ανακατώσει τα πράγματα, να παρ' την Χρυσή. Εγώ, λέω, έλεγε η Μαρία, να τα’ στεφανώσουμε ένα κι ένα (γρήγορα). Την εβδομάδα εκείνη ήταν κρεαταπουκριά και την άλλη τυραπουκριά. Α, δεν πάμε καλά, λέει η μάναμ με την Λένη. Το πρωί ο πατέρας μου με την Λένη θέλησαν να πααίν στην Μαργιουλή. Έλα Λένημ’ μέσα, έλεγε το Μαριουλή, έλα θα σκοτωθούμε. Τον είδες εσύ μουρή και να τον ιδώ κι γω;. Τον πήρε η παλι… στουν Αγιουθωμά, πάει να τον στεφανώσ’, τι τον πήρε και τον πήγε εκεί;
Η Χρυσή είχε έναν αδερφό Γιώργο, που σκοτώθηκε με την κατάσταση. Θα τον σκοτώσω έλεγε ο Κώτσιος ο Τζήνας.
Βρήκα καμιά φορά την Ανδρομάχη την Τσιατσούλου μι τουν μπουχτσιά, πάαινε να τους στεφανώσει από κει απ’ τού Μπουρούσ τον μπαχτσέ (στο Τζήνα). Με τους Μουσικαίους (Μπουζούκη) ήμασταν κουμπαριά. Έϊ, σταύρωσα την Ανδρομάχη Τσιατσιούλου πρέπει να πήγε να στεφανώσει τον Δημήτρη. Ε, δεν θα τους ρίξω στάχτη, λέει η μάνα μου, να μην με πουν στ’ όνομα ήρθε κι μι κουρόϊδεψε του κουρίτσ’. Βρε κάτσε στον κώλο σου, λέω, άφκει τουν, ας μην παντρευτώ. Περνούσε μπροστά η Κουμπάρα η Ανδρομάχη και πίσω τα αντρόϊνο. Α, κατεβαίν’, .... τώρα θα σας κανονίσω εγώ. Ένα φαράς’ στάχτη τους έριξε, πήγαιναν για την εκκλησία την Παναγία. Ήμασταν μπροστά στο ξύλινο το μπαλκόνι. Καλημέρα, λέει ο Δημήτρης. Πραφ, πραφ ή μάναμ και λέει: σταχτ κι μπαρούτ’ να γένειτε.
Τον κακό σου τον καιρό, λέει ο Δημήτρης.
Άφαν, γίγκαν, αλλ' σιαδώ, κι αλλ' σιακεί. Γιόμσι το κουστούμι και η χρυσή το μοβ φουστάν’. Τι τσ’ έριξες μουρή μανούλαμ; Τι ήταν αυτό που μ’ έκαμες; Τόσο έπεσε η μύξα μας με τον Σγκουντούλα; δεν τον χέζω ….. τώρα πως θα πάνω εγώ στην εκκλησιά; τι λόγο θα δώσω;
- Θα λαξ κι θα πας….. μπέσα για μπέσα, ξέρ’ς τι πουτσιαρίνα μάνα είχα;
- Θαλάξ κι θα πας, θα πας κι θα χουρέψ’ς κιόλας.
Είχαν μια συζήτηση στην Παναγία, έτσι πως κατεβαίναμε απ’ τον Αγιογκώλα κατ’. Ακούς η Κατερίν η Τσιαπανούλου τ’σ έριξε στάχτ’…. κατ’ γιορτή ήταν τότε στην Παναγία. Μωρέ, τι Αγιουγκώλας ήταν αυτός…. κι τουν χάλασαν… η Οικονομάκ’ς η Τσάνας τουν χάλασε.
- Τι έκανε η μάνας μουρή; έριξε σταχτ’;
- Δεν ξέρω, δεν ξέρω.
Ποια ήρθε εκεί στ’ μάνταμ και λέει:
- Τι έκαμι η μάνας μουρή;
- Α μωρέ ξεφορτώς απ’ τα μάτιαμ, τη λέω., ... πήγα στο σπίτ’.
- Τι έκαμες μανούλαμ; την είπα.
- Έριξα σταχτ’…
- Τι έκαμις μουρή, έλεγαν για μας σ’ ν εκκλησιά.
- Καλά έκαμναν!
Ω! ντε τι πουτσιαρίνα μάνα είχα!
   Δεν τους κράτησα κακία, ίσα ίσα εγώ πάαινα στο σπίτ’ της χρυσής και εφτιαχνάμε μακούλες και έχω μία ακόμα, μ’ έδειξε και την έπλεξα και βρίσκεται ακόμα μία, πρώτες φιλ'νάδες ήμασταν με την Χρυσή.
  Πάαινα στην Βελίκα και δω στα πλατάνια στην Αγιά Κυριακή έκατσα να περάσ’ κανένας με το μπλάρ να βάλω το ψωμί, πέρασε ο Δημήτρης….
- Καλημέρα Ευρύκλεια.
-Καλημέρα Δημήτρη, λέω.
-που θα πας; θα πας στην Βελίκα; φέρε το ψωμί εδώ να το βάλω στο μπλαρ και θα πάμε παρέα.
Ε, και τον αντρέπουμουν, κι πάλι λέω, α θα το βάλω. Τώρα έχουν θάρρους τα παιδιά, μιλούν.
-εγώ πουλές, Ευρύκλεια έτυχε έτσι και πήρα τη χρυσή.
-Καλά έκανες και γω θα βρώ κάποιον.


Ν.Τ: Το θυμάσαι εκείνο το τραγούδι που λέει για τη μάνα του Δημήτρη, την Μαργιουλή;
Ευρικλ: άμα μας μάθει η Ανθυμούλα που την έχει γιαγιά ; …….
......................................................................................................................................................................
Η Μαργιουλή Γκουντάρα του Σπύρου. Φωτογραφία της εγγονής Ανθυμούλας Αντωνούλη



.............................................................................................................................................................
Η Μαριουλή παντρέυιτι
κι όλος ου κόσμους χέριτι.
Κι ποιον θα πάρεις Μαριουλή;
-Του Τριτσιμπίδα το παιδί
που έχ χουράφι κι αμπέλ
κι κρασί μες στου βαρέλ, όπα!!!
Του Μαριουλί του Μαριουλί
Του Μαριουλί παντρεύιτι
κι όλους ο κόσμους χαίριτι
Και ποιον θα ….
Του Τριτσιμ…
Του Μαριουλί χουρευ' μπρουστά
κι η Τσιμπίδαρας 'που κουντά .
Του Μαριουλί χουρέυ’ μπρουστά
κι Τσιμπιδάρας κιρνάει λεφτά.


Μια φορά καθόμουν εδώ στο παλιό το σπίτι κι ήμουν στο παραθύρ’,
και τραγδούσα κι έλεγα..


Του Μαριουλί του Μαριουλί
Και ποιον θα πάρεις Μαριουλί …..
του Τριστιμπίδα του πιδί


είχα ηχόν κι απουλές Νίκο, και τώρα λίγα χρόνια.. και
εχ αμπέλια και χουράφια….


Και πέρασε ο Κουτσίνης (Ιωάννης Γκουντάρας γιος της Μαργιουλής) ο ωραίος άνθρωπος.
-Βρίκλεια!!
-Ποιος είναι; λέω …
......................................................................................................................................................................
Γκουντάρας Ιωάννης η Κουτσίνας, γιος της Μαργιουλής.


























.......................................................................................................................................................................

Πέστο ακόμα μια φορά ..!
-Αρε να στου πώ; Να κατηγορήσω την μάνας; πέστο πέστο, έλεγε, μπράβο το τραγουδάς καλά…. τον άρεσε πολύ τον Γιάννη ,πήρε η Μαριουλί το Σπύρο τον Γκουντάρα ύστερα.


Γιατί αγάπησες Μαριουλή
του Τριτσιμπίδα του Πιδί .
Αυτή η λέξη τώρα που λέει...
Πήρα του Σπύρου τον Γκουντάρα…
.
Ο αρραβώνας με τον σύζυγό της, τον Βασίλη.
   Πήγα στην Νεντούλου στον Πόρο, πέθανε η μάνα του Βασίλη (άντρα της) η Μαριγώ την ημέρα του Βάϊου και ήταν οι φουστανούτσες, η Τσιαγγάλου (τα’ Αβυσσινού η μάνα) κατ' η Βαλαρούλου και είπαν: τώρα Βανθία να εδουνάμι στου Βασίλη την Βρίκλεια.

Ο Βασίλ'ς ήταν τότε ένα παρασάνταλο είχε και μια γκιλότα τότε σφιχτή εδώ κάτω στα πόδια, μια στενή στενή γκιλότα με κατ’ φτερά στη μεσ’, κοίταξε μάνα λέει η Βανθία να πάρουμε τον Βασίλ’ Πλατσά της Μαριγώς, παντρεύετι. Θα στον δώσω δυχατέρα; Θα τον παρς; Σώπα μωρέ μάνούλαμ’ ήταν με μια γκιλότα τόσινιά, τι άνθρωπος είναι αυτός; Αυτός είναι από ψέματα άνθρωπος. Μη μωρέ μανούλαμ θα με σκλαβώς. Α, χαζιά ,η Σαλαμπάλας έχ’ γίδια, θα χορτάσ’ τυριά, γάλα, λάδι εχ’ν λιόδεντρα. Εμείς δεν είχαμε, να πούμε το σωστό. Κοίταξε, λέω, εγώ σαν γυναίκα μπορεί να έχει και νεύρα και να με ριξ’ έναν πάταρου τα υποφέρω, αλλά τηράτε μοναχά να μην με λέτε «σε σκλαβώσαμε κορίτσιμ»! … είχαμε ένα καλαμπούκι κατ στ' Αγιαποστόλια που το’ τρώγαν τα γρούνια….
Πάαινε ο πατεράκος μου θιος σχωρέστον, χρυσό πατέρα είχα ή... ή… να μην με χαλάς, να μην με στεναχωρέψ’, όχι μαναχά εμένα, κι τα τέσσερα κορίτσια… ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΜΕΛΙΒΟΙΑΣ ΛΑΡΙΣΑΣ



ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΕΛΙΒΟΙΑ ΛΑΡΙΣΑΣ





















   Ο πανδέκτης γράφει ότι στις 10-10-1920 το χωριό που είχε τις ονομασίες: Αθάνατη, Αθάνατον, μετονομάζεται σε Μελίβοια – Melivoia. Εδώ πρόκειται για κάποιο λάθος που δόθηκε στην επιτροπή διότι οι ονομασίες ήταν Αθανάτη και Αθανάτου.
pandektis.ekt.gr/dspace/handle/.../169484


Επαρχία :ΑΓΙΑΣ
Province :AGIA
Αυτοδιοικητική μονάδα :Κοινότητα
Community or Municipality :Community
Κοινότητα ή Δήμος :Μελιβοίας
Name of Community or Municipality :Melivoia
Κωδικός οικισμού :42111401
Code of settlement :42111401
Παλαιά ονομασία :Αθάνατη
Old name :Athanati
Παραλλαγή παλαιάς ονομασίας :Αθάνατον
Old name (alternative) :Athanaton
Ημερομηνία μετονομασίας :10/10/1920
Date of renaming :10/10/1920
ΦΕΚ :Β66/1920
Official Journal :Β66/1920
Νέα ονομασία :Μελίβοια
New name :Melivoia





















   Ο Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς στο έργο: «Γεωγραφία Νεωτερική περί της Ελλάδος» το 1791 το ονομάζει Θανάτου.
Ο Αργύρης Φιλιππίδης το 1815 το ονομάζει Θανάτου.
Το 1835 ο Leake το ονομάζει Θανάτου.
Το 1836 ο Ιωάννης Λεονάρδος στο Έργο: «Νεώτατη της Θεσσαλίας Γεωγραφία» το ονομάζει Θανάτου.
Το 1852 ο M.Mezieres το ονομάζει Αθανάτη.
Το 1860 ο Νικ. Μάγνης το ονομάζει Θανάτου;……
Το 1880 ο Νικ. Γεωργιάδης το ονομάζει Θανάτου.


   To 1995 ο Στέφανος Ι. Κανδυλάρης έγραψε στο «ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» τόμος 27, σελίδα 209-222 τις ενθυμίσεις που βρήκε γραμμένες σε διάφορα βιβλία και που έγραφαν το όνομα του χωριού.


Το 1772 η ενθύμηση το ονομάζει Θανάτου.
Το 1829 η ενθύμηση το ονομάζει Θανάτου.
Το 1851 σε επιγραφή στη μονή Αγ. Ιωάννου Θεολόγου το ονομάζει Αθανάτου.
Το 1855 ο δάσκαλος στο χωριό μας Αναγνώστης Ζαχαρού εκ ρέτζιανης το ονομάζει Αθανάτου.
Το 1877 ο δάσκαλος στο χωριό μας Αναγνώστης Δανιήλ εκ Ραψάνης το ονομάζει Αθανάτου.
Το 1877 ενθύμηση στην Καρύτσα το ονομάζει Αθανάτου.
Το 1881 κατά την απογραφή το ονομάζει Αθανάτου.
Το 1943 η ενθύμηση το ονομάζει Αθανάτη.
Μέχρι το 1981 υπήρχε πινακίδα μπροστά στο Κοινοτικό κατάστημα που έγραφε:




Κοινότητα Μελιβοίας  (Αθανάτης).
  Αν και τώρα τελευταία το χωριό το ονομάζαμε Αθανάτη, εν τούτοις όμως όταν βρισκόμασταν εκτός χωριού μας έλεγαν:
Απ’ Θανάτ’ είσαι; ή Θανατιώτης είσαι;
Οπότε βλέπουμε ότι αυτό το «α» πάντα να αποκόπτεται και να καταργείται κατά την προσφώνηση του ονόματος.
Ο Γιάννης Κορδάτος στην «Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς» έκδοση 1960, σελ 500 γράφει: Το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής αυτής είναι το Θανάτου που παλαιότερα οι λόγιοι το γράφανε Αθανάτη και τώρα τελευταία μετονομάστηκε Μελίβοια (2). Στην υποσημείωση (2) γράφει:
Αρχικά οι σοφολογιότατοι του υπουργείου Εσωτερικών μετονομάσανε το χωριουδάκι Πολυδένδρι Μελίβοια, μα ύστερα αλλάξανε γνώμη και δώσανε το όνομα της αρχαίας Μελίβοιας στο χωριό Θανάτου, ακολουθώντας τη γνώμη του Γεωργιάδου και Wace που δεν φαίνεται να είναι σωστή.
   Πάρα πολύ καλό βιβλίο αυτό του Γιάννη Κορδάτου που μας λέει για την Ιστορία της επαρχίας του Βόλου και της επαρχίας Αγιάς. Εδώ ο Κορδάτος αναφέρει το χωριό με το όνομα Θανάτου, δεν του αρέσει το όνομα Αθανάτη, αλλά και δεν του αρέσει που το χωριό έχει το καινούριο όνομα Μελιβοία, γιατί υποστηρίζει ότι η αρχαία Μελιβοία βρίσκεται σε άλλη περιοχή.
Από όλα αυτά που έγραψαν οι περιηγητές δεν είδα σε κάποιον να γράφει ότι βρέθηκε στο χωριό Θανάτου όπως το ονομάζουν, αλλά και τα γραφόμενά τους δείχνουν ότι δεν ήταν στην περιοχή μας αλλά ούτε και ρωτούσαν ανθρώπους που ζούσαν στην περιοχή μας, με λίγα λόγια όλοι τους έγραφαν από μακριά, έστω από την Αγιά ή τον Βόλο ή από τη Λάρισα ή και από την Αθήνα ακόμα.
Επομένως, πώς εμείς οι νεότεροι θα πάρουμε ως σωστά αυτά των περιηγητών και των συγγραφέων και να μην πάρουμε ως σωστότερα αυτά των ντόπιων δασκάλων και ενθυμήσεών τους; Οι δάσκαλοι αυτοί ζούσαν στο χωριό μας, ζούσαν με την ιστορία του χωριού έστω και αν αυτή ήταν προφορική, άρα αυτοί ήταν οι καλύτεροι γνώστες του ονόματος του χωριού που το έγραψαν και στην επιγραφή της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου και στις ενθυμίσεις τους και το όνομα αυτού «ΑΘΑΝΑΤΟΥ».
Ναι, το χωριό του Αθανάτου!! Ποιος όμως είναι αυτός ο Αθάνατος που χάριν αυτού πήρε το όνομα το χωριό μας;
Ανατρέχοντας στο λεξικό στο όνομα αθάνατος γράφει:
1) Αυτός που δεν πεθαίνει ποτέ, αιώνιος.
2) Αυτός που δύσκολα ξεχνιέται, αλησμόνητος.
3) Αυτός που παραμένει στην ιστορία ένδοξος , υπέροχος.
Η προφορική ιστορία του τόπου μας, και από το στόμα του Λάκη Γκουντάρα μας αναφέρει: « εδώ στην περιοχή μας ήταν κάποιος βασιλιάς με το όνομα Φιλοκτήτης, είχε δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι που ήθελαν να παντρευτούν αλλά επειδή όμως αυτό δεν γινόταν ήπιαν το δηλητήριο που έφτιαχνε ο πατέρας τους και πέθαναν. Τους έφτιαξαν έναν τάφο και τους τοποθέτησαν μαζί, μέσα έβαλαν την χρυσή άμαξα του Φιλοκτήτη, που αυτή όλοι ψάχνουν για να βρουν.
Μήπως αυτή η ιστορία για τον βασιλιά της Μελίβοιας και πολλές άλλες ακούγεται σε άλλο χωριό ή μήπως τα άλλα γειτονικά χωριά έχουν κάποια ιστορία για τον Φιλοκτήτη και για την αρχαία Μελίβοια; Ασφαλώς και όχι, μόνο στο χωριό μας έχουμε τις ιστορίες για το Φιλοκτήτη και για την Μελίβοια.
Ο Φιλοκτήτης έμεινε στην ιστορία ως αθάνατος, ως αιώνιος, ένδοξος, υπέροχος αλησμόνητος και χάριν αυτού του ανθρώπου δόθηκε το όνομά του στο χωριό μας ή επειδή ήταν βασιλιάς της γειτονικής πόλης Μελίβοιας και το χωριό είχε σχέσεις με αυτή την πόλη ή ήταν ο τόπος καταγωγής του. Ο Φιλοκτήτης αναφέρεται από τον Όμηρο στον κατάλογο των πλοίων, που ο κατάλογος γράφηκε τον 6ον αιώνα π.χ. περίπου. Ο Φιλοκτήτης είναι γραμμένος στην προφορική ιστορία του τόπου, και στην γραπτή των Ελλήνων, είναι Αθάνατος και καλώς δόθηκε το όνομά του στο χωριό μας: «ΑΘΑΝΑΤΟΥ». Πριν όμως από αυτό το όνομα πιο ήταν το όνομα του χωριού; μήπως είχε το ίδιο όνομα με την πόλη Μελίβοια;
 
Γιάννης Γάλλος του Στεφάνου.
Άγιος Νικόλαος Κρήτης 31-3-2010
   Σχετικά με την ονομασία του χωριού μας, ο πατέρας μου Στέφανος Γάλλος του Ιωάννου (Γιαννακούλας), που ήταν στην Αμερική περίπου 20 χρόνια  και διάβαζε ένα βιβλίο σχεδόν την ημέρα, μου έλεγε ότι αυτή προήρθε από το σώμα των Αθανάτων του Ξέρξη όταν αυτοί εισέβαλαν στην Ελλάδα και είχαν στρατοπεδεύσει στην περιοχή μας. Πολλοί από αυτούς λόγω ασθενειών πέθαναν και όπως μου έλεγε υπάρχουν πάρα πολλά μνήματα στη Μαλάτη και αλλού.